-
1 κνύζωψ
-
2 κνύω
Grammatical information: v.Compounds: IEX [562] * knu- `scratch'?Derivatives: κνῦμα n. `scratching (Ar. Ek. 36, Gal. 19, 112) and `scratch': κνύος n. (Hes. Fr. 29, 1), κνῦσα f. (Herod. 7, 95 as term of abuse; cf. δεῖσα, μύξα a. o.; Chantraine Formation 100f.; Schwyzer 516f.), κνύζα (Philox. Gramm. ap. EM 523, 2, Eust.; cf. ἄζα, σκύζα, κνίζα a. o.). Note the H.-Glossen: κνύθος ἄκανθα μικρά, κνυθόν σμικρόν (cf. τυτθός, - όν and the plant-names in - θος in Chantraine 367f., Specht Ursprung 255); backformation κνῦ τὸ ἐλάχιστον, like γρῦ, βρῖ. - On κνόος, κνοῦς s. v.Etymology: Wie zu den sinn- und lautähnlichen κναίω, κνῆν, κνάπτω, κνίζω kann man auch zu κνύω aus den verwandten Sprachen, namentlich aus dem Germanischen und Baltischen anklingende Wörter heranziehen: ahd. hniuwan `zerstoßen, zerquetschen', mit ausgehendem Dental awno. hnjōđa `stoßen, schlagen, nieten', beide idg. qneu-, lett. knūdu und knūstu `jucken'. Weitere Formen m. Lit. WP. 1, 396f., Pok. 562f.; vgl. noch de Vries IF 62, 142f. Schwyzer 676 will für κνύω (wie entsprechend für κνῆν, κναίειν) ein altes ablautendes Wurzelpräsens *qnṓu-mi: *qnū̆-me ansetzen.Page in Frisk: 1,887Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κνύω
См. также в других словарях:
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… … Dictionary of Greek
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek